- ετάζω
- (ΑΜ ἐτάζω)(συνηθέστ. εν συνθέσει) ερευνώ, εξετάζω, αναζητώ («ἐτάζειν τοὺς ἀδικέοντας», Δημόκρ.)το ρήμα σύνηθες στους Ο: «σὺ εἶ ὁ ἑτάζων καρδίας», Α' Παραλειπομένωναρχ.-μσν.υποβάλλω σε δοκιμασίες, βασανίζω, τυραννώ («ἤτασεν ὁ θεὸς τὸν Φαραὼ ἐτασμοῑς μεγάλοις καὶ πονηροῑς», ΠΔ)αρχ.αποκαλύπτω.[ΕΤΥΜΟΛ. Θεωρείται παράγωγο τού επιθ. ετός, που απαντά μόνο στον τύπο ετά «αληθή, αγαθά» και τού οποίου η ετυμολογία είναι αβέβαιη. Πρόκειται μάλλον για ρηματικό επίθετο τού ειμί αναγόμενο σε ΙΕ τύπο *s-e-to-s και συγγενές με τα αρχ. ινδ. satya- «αληθής» και αρχ. ισλ. sannr «αληθής». Η ψίλωση αποδίδεται στην ιωνική προέλευση τής λέξεως, η όλη όμως ετυμολογία είναι αμφίβολη.ΠΑΡ. αρχ. έτασις, ετασμός, εταστής.ΣΥΝΘ. ανετάζω, αντεξετάζω, αντιπαρεξετάζω, διεξετάζω, εξετάζω, επεξετάζω, κατεξετάζω, παρεξετάζω, παρετάζω, προεξετάζω, προσεξετάζω, συνεξετάζω].
Dictionary of Greek. 2013.